Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η ανάποδη

  • 1 ανάποδη

    [анаподи] ουσ. Θ. лева сторона, изнанка, неудача

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ανάποδη

  • 2 изнанка

    θ.
    όψη ανάποδη (οπίσθια)•

    ткани η ανάποδη όψη υφάσματος.

    || μτφ. η άλλη πλευρά•

    изнанка событий η άλλη (αντίθετη) άποψη των γεγονότων.

    εκφρ.
    с -и – από την ανάποδη, από το πίσω μέρος.

    Большой русско-греческий словарь > изнанка

  • 3 изнанка

    изнанка ж η ανάποδη (тж. перен.)
    * * *
    ж
    η ανάποδη (тж. перен.)

    Русско-греческий словарь > изнанка

  • 4 оборот

    оборот м 1) (поворот) η στροφή, η τροπή 2) эк. η κυκλοφορία· денежный \оборот η χρηματική κυκλοφορία 3) (обратная сторона) η ανάποδη, το πίσω μέρος· на \обороте о πίσθεν 4): \оборот речи η έκφραση
    * * *
    м
    1) ( поворот) η στροφή, η τροπή
    2) эк. η κυκλοφορία

    де́нежный оборо́т — η χρηματική κυκλοφορία

    3) ( обратная сторона) η ανάποδη, το πίσω μέρος

    на оборо́те — o πισθεν

    4)

    оборо́т ре́чи — η έκφραση

    Русско-греческий словарь > оборот

  • 5 обратный

    обратный αντίστροφος, αντίθετος· \обратный путь η επιστροφή, ο γυρισμός· \обратныйая сторона η ανάποδη· в \обратныйую сторону προς την αντίθετη κατεύθυνση
    * * *
    αντίστροφος, αντίθετος

    обра́тный путь — η επιστροφή, ο γυρισμός

    обра́тная сторона́ — η ανάποδη

    в обра́тную сто́рону — προς την αντίθετη κατεύθυνση

    Русско-греческий словарь > обратный

  • 6 сторона

    сторона ж 1) (направление) η κατεύθυνση, η μεριά 2) το μέρος, ο τόπος 3) (край, бок) η πλευρά, η μεριά; с правой \сторонаы από τα δεξιά; в сторону στην μπάντα; на той \сторонае αντίπερα; в \сторонае στο πλάι, παράμερα 3) (поверхность) η πλευρά, η επιφάνεια; обратная \сторона η ανάποδη; лицевая \сторона η καλή όψη 4) мн. стороны οι αμφότεροι ◇ с одной \сторонаы...с другой \сторонаы... από τη μια μεριά... απ" την άλλη сторонник м о οπαδός; \сторонаи мира οι οπαδοί της ειρήνης
    * * *
    ж
    1) ( направление) η κατεύθυνση, η μεριά
    2) το μέρος, ο τόπος
    3) (край, бок) η πλευρά, η μεριά

    с пра́вой стороны́ — από τα δεξιά

    в сто́рону — στην μπάντα

    на той стороне́ — αντίπερα

    в стороне́ — στο πλάι, παράμερα

    4) ( поверхность) η πλευρά, η επιφάνεια

    обра́тная сторона́ — η ανάποδη

    лицева́я сторона́ — η καλή όψη

    5) мн.

    сто́роны — οι αμφότεροι

    ••

    с одно́й стороны́... с друго́й стороны́... — από τη μια μεριά... από την άλλη

    Русско-греческий словарь > сторона

  • 7 изнанка

    изнанк||а
    ж
    1. ἡ ἀνάποδη:
    на\изнанкау ἀνάποδα· вывернуть иа\изнанкау γυρίζω τό μέσα ἔξω·
    2. перен ἡ ἀνάποδη:
    \изнанка событий ἡ ἀλλη ὀψη τών γεγονότων.

    Русско-новогреческий словарь > изнанка

  • 8 изнанка

    η εσωτερική/ανάποδη πλευρά
    *выворачивать на - у γυρίζω τα μέσα (προς τα) έξω, γυρίζω ανάποδα.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > изнанка

  • 9 фанг

    (текст) το πλεκτό ύφασμα χωρίς ορθή και ανάποδη πλευρά.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > фанг

  • 10 ворчунья

    ворч||у́нья
    ж ἡ γκρινιάρα, ἡ ἀνάποδη, ἡ δύστροπη.

    Русско-новогреческий словарь > ворчунья

  • 11 вывернуть

    вывернуть
    сов, вывертывать несов
    1. (вывинчивать) ξεβιδώνω, ἐκκοχλιώ·
    2. (вывихивать) ἐξαρθρώνω, στραμπουλίζω, στραγγουλίζω, βγάζω·
    3. (наизнанку) ἀναστρέφω, γυρίζω ἀπό τήν ἀνάποδη.

    Русско-новогреческий словарь > вывернуть

  • 12 вывернуться

    вывернуть||ся
    1. (вывинчиваться) ξεβιδώνομαι, ἀποκοχλιώνομαΓ
    2. (наизнанку) ἀναστρέφομαι, γυρίζω ἀπό τήν ἀνάποδη, ἀναποδογυρίζω·
    3. (выскальзывать, освобождаться) διαφεύγω, ξεφεύγω, ξεγλιστρώ.
    4. перен разг ξεφεύγω, ξεμπλέκω.

    Русско-новогреческий словарь > вывернуться

  • 13 левый

    лев||ый
    прил в разн. знач. ἀριστερός:
    \левыйая сторона (материи) ἡ ἀνάποδη, ἡ ἀντίθετος δψις· \левый борт τό ἀριστερό[ν] μέρος· фракция \левыйых ἡ φράξια (или ἡ παράταξη) τῶν ἀριστερών ◊ встать с \левыйой ноги ξυπνώ ἀνάποδα.

    Русско-новогреческий словарь > левый

  • 14 медаль

    медал||ь
    ж τό μετάλλιο[ν]:
    золотая \медаль τό χρυσό μετάλλιο· получить серебряную \медаль παίρνω ἀργυρό μετάλλιο· ◊ оборотная сторона \медальи ἡ ἀνάποδη, ἡ ἄλλη πλευρά.

    Русско-новогреческий словарь > медаль

  • 15 наизнанку

    наизнанку
    нареч ἀπ' τήν ἀνάποδη, ἀνάποδα:
    выворачивать \наизнанку γυρίζω ἀνάποδα.

    Русско-новогреческий словарь > наизнанку

  • 16 незадачливый

    незадач||ливый
    прил разг ἀτυχής, κακότυχος, ἄτυχος:
    \незадачливыйливый человек ὁ κακότυχος ἀνθρωπος· \незадачливыйливый день ἡ ἀνάποδη μέρα

    Русско-новогреческий словарь > незадачливый

  • 17 оборот

    оборот
    м
    1. ἡ (περι)στροφή, ὁ γῦρος, τό γύρισμα:
    \оборот колеса ἡ στροφή τοῦ τρο-χοῦ, τό γύρισμα τής ρόδας·
    2. эк. ἡ κυκλοφορία:
    денежный \оборот ἡ χρηματική κυκλοφορία· торговый \оборот ἡ κυκλοφορία τῶν ἐμπορευμάτων, οἱ ἐμπορικές δοσοληψίες· \оборот капитала ἡ κυκλοφορία τοῦ κεφαλαίου·
    3. (обратная сторона) ἡ ἀνάποδη, τά νῶτα, τό πίσω μέρος:
    на \обороте ὀπισθεν делать надпись на \обороте ὀπισθογραφῶ·
    4. перен (поворот, направление) ἡ τροπή, ὁ δρόμος, ἡ κατεύθυνση [-ις]:
    дело принимает плохой \оборот ἡ ὑπόθεση παίρνει ἀσχημη τροπή·
    5. (выражение) ἡ ἔκφραση[-ις]:
    \оборот речи ἡ Εκφραση· неправильный \оборот речи ἡ λαθεμένη Εκφραση· ◊ пустить в \оборот θέτω (или βάζω) σέ κυκλοφορία· взять кого-л. в \оборот разг σφίγγω τά λουριά κάποιου.

    Русско-новогреческий словарь > оборот

  • 18 оборотный

    оборотн||ый
    прил
    1. (противоп. лицевой):
    \оборотныйая сторона ἡ ἀλλη δψη [-ις], ἡ ἀνάποδη·
    2. эк. κυκλοφοριακός:
    \оборотный капитал τό κυκλοφοριακό κεφάλαιο· ◊\оборотныйая сторона́ медали ἡ ἀλλη πλευρά τοῦ νομίσματος.

    Русско-новогреческий словарь > оборотный

  • 19 обратный

    обратн||ый
    прил в разн. знач. ἀντίθετος, ἀντίστροφος:
    \обратныйый путь ἡ ἐπιστροφή, ἡ ἐπάνοδος· \обратныйый ход ὀπισθεν \обратныйый смысл ἡ ἀντίθετη σημασία· \обратныйая сторона ἡ ἀνάποδη· \обратныйая сторона Луны ἡ ἀθέατη πλευρά τῆς σελήνης· в \обратныйую сторону προς τήν ἀντίθετη κατεύθυνση· \обратныйой почтой μέ τό πρώτο ταχυδρομείο· располагать в \обратныйом порядке τοποθετώ ἀντιστρόφως· ◊ \обратныйый билет ж.-д. τό είσιτήριο ἐπιστροφής· иметь \обратныйую силу юр. ί,χω ἀναδρομικήν ισχύν.

    Русско-новогреческий словарь > обратный

  • 20 отворот

    отворот
    м τό ἀνασηκωμα, ἡ ἀνάποδη, τό μανικέτι (обшлаг)/ τό γύρισμα, τό πέττο (у платья)..

    Русско-новогреческий словарь > отворот

См. также в других словарях:

  • ανάποδος — η, ο 1. αυτός που είναι τοποθετημένος με την κορυφή κάτω και τη βάση επάνω, ανεστραμμένος, αντεστραμμένος 2. αυτός που συμβαίνει αντίθετα από την επιθυμία κάποιου, αντίθετος, αντίξοος, δυσμενής 3. ο μη πρόσφορος για χρήση, μη άνετος, άβολος 4.… …   Dictionary of Greek

  • ανάποδος, -η — ο (πρόθ. ανά + πόδι) 1. αντίθετος προς το κανονικό, το συνηθισμένο ή αυτό που πρέπει: Έκαμες το ανάποδο απ αυτό που σου είπα. 2. δύσκολος: Η δουλειά από την αρχή τού φάνηκε ανάποδη. 3. παράξενος, δύστροπος: Είναι πολύ ανάποδος άνθρωπος. 4. το θηλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ντοκιμαντέρ — Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από την κινηματογραφική κριτική ως επίθετο. Τον δημιούργησε ο Τζον Γκρίρσον, ο οποίος, το 1926, στην κριτική του για την ταινία Μοάνα του Ρόμπερτ Φλάερτι, που δημοσίευσε στην εφημερίδα Sun της Νέας Υόρκης,… …   Dictionary of Greek

  • έξω — και όξω (AM ἔξω) επίρρ. 1. (με ρ. κινήσεως ή στάσεως) στο εξωτερικό μέρος ενός χώρου («πήγαινε έξω», «βγήκε έξω») 2. (το ρ. εξυπακούεται) δηλώνει αίτημα για αποπομπή («έξω οι βάσεις», «καὶ ὁ μὲν ἡγεῑτο λέγων ἔξω χριστιανούς», Λουκιαν. Αλ.) 3. (σε …   Dictionary of Greek

  • ανάγυρα — επίρρ. 1. από την ανάποδη, ανάποδα, ανεστραμμένα 2. ανάσκελα, ύπτια 3. ολόγυρα, γύρω γύρω 4. μακριά, απόμερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ανάγυρος < ανα * + γύρος] …   Dictionary of Greek

  • ανάζερβος — η, ο 1. ζερβός, αριστερός, ανάποδος, ανάστροφος 2. (για τόπους) δυσκολοδιάβατος, απάτητος 3. (για πρόσωπα) δύστροπος, δύσκολος, ανάποδος 4. (το θηλυκό ως ουσιαστικό) η ανάζερβη το χτύπημα, χαστούκι που δίνει κανείς με την έξω επιφάνεια τού χεριού …   Dictionary of Greek

  • αναποδιάζω — [ανάποδα] Ι. (μτβ.) 1. γυρίζω τα επάνω προς τα κάτω, στρέφω κάτι ανάποδα, αναστρέφω 2. (για ρούχα) αντιστρέφω την κύρια όψη παρουσιάζοντας την ανάποδη 3. προξενώ εμπόδια, δυσκολεύω μια κατάσταση 4. επιφέρω σύγχυση, «τά κάνω άνω κάτω» 5. αλλάζω,… …   Dictionary of Greek

  • γραμματόσημο — Χάρτινο ένσημο που βεβαιώνει ότι πληρώθηκε ένα ποσό σε αντάλλαγμα του οποίου η ταχυδρομική υπηρεσία αναλαμβάνει να μεταφέρει ένα γράμμα, ένα δέμα ή οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο στον προορισμό του. Ανάλογα με τον σκοπό για τον οποίο προορίζονται,… …   Dictionary of Greek

  • δίλογος — η, ο (AM δίλογος) 1. διφορούμενος 2. διπρόσωπος, αμφίλογος νεοελλ. 1. (για πράγμ.) αυτός που έχει δύο αποχρώσεις ή μορφές, ο δύο λογιών 2. (για υφάσματα) αυτός που έχει δυο όψεις (καλή και ανάποδη). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχ. τ. < δι* + λογος < λέγω… …   Dictionary of Greek

  • εξανάστροφος — και ξανάστροφος, η, ο (Μ ἐξανάστροφος και ξανάστροφος, η, ο) 1. αυτός που έχει αντίστροφη φορά, αντίστροφος, ανάποδος 2. αναποδογυρισμένος 3. μσν. το ουδ. ως ουσ. το ξανάστροφον το αντίθετο, η αναποδιά, η ατυχία. Επίρρ. (ε) ξανάστροφα 1. (για… …   Dictionary of Greek

  • κέντημα — Διακόσμηση υφάσματος που εκτελείται με βελόνα και νήμα μεταξωτό, μάλλινο κλπ. Οι συνηθέστερες βελονιές που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία των κ. είναι η αρχαιότατη αλυσοβελονιά, η οποία μοιάζει με πλεξίδα, η σταυροβελονιά, η πισωβελονιά, που… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»